- αγχεσίμαχος
- ἀγχεσίμαχος, -ον (Μ)πολεμικός, γενναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγχέμαχος, με επίδραση πιθανή τών συγγενών με α΄ συνθ. το ἔγχος, π.χ. ἐγχεσίμωρος, ἐγχεσίχειρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγχέμαχος — η, ο (Α ἀγχέμαχος, ον) (για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ τού συστάδην (σώμα προς σώμα) αρχ. αυτός που μάχεται εκ τού πλησίον, από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μάχη. ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος] … Dictionary of Greek